πρύμος

πρύμος
-α, -ο, Ν
βλ. πρίμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρίμος — α, ο / πρῑμος, α, ον, ΝΜΑ, και πρύμος, α, ο, Ν, πρεῑμος, η, ον, Α νεοελλ. 1. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος 2. το θηλ. ως ουσ. η πρίμα α) η πρίμαντόνα β) συνεκδ. καμπάνα με υψηλό τόνο 3. το ουδ. ως ουσ. το πρίμο η πρώτη, δηλ. η υψηλότερη φωνή, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”